ὀρθονύσταγμος

English (LSJ)

ὀρθονύσταγμον, dozing in an upright position, Pall.in Hp.2.119 D.

Greek Monolingual

ὀρθονύσταγμος, -ον (Α)
αυτός που νυστάζει ενώ στέκεται όρθιος, που νυστάζει ολόρθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -νύσταγμος (< νυστάζω)].