ὀρθόνοτος

English (LSJ)

ὁ, v. ὀρθρόνοτος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόνοτος: ὁ, ἴδε ὀρθρόνοτος.

Greek Monolingual

ὀρθόνοτος, -ον (Α)
βλ. ορθρόνοτος.