ὀροιτύπος

English (LSJ)

ον, v. ὀρειτύπος.

German (Pape)

[Seite 385] = ὀρειτύπος, Nic. Ther. 5. 377; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὀροιτύπος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. ὀρειτύπος.

Greek Monolingual

ὀροιτύπος, -ον (Α)
(δ. γρφ.) βλ. ὀρειτύπος.