ὀροτύπος

English (LSJ)

[ῠ], ον, dashing down a mountain, ὕδωρ A.Th.85 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 386] = ὀρειτύπος, ὕδωρ, Aesch. Spt. 85; Phot. erkl. auch ὑλοτόμος. Vgl. ὀροιτύπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui bat le flanc d'une montagne (torrent).
Étymologie: ὄρος, τύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ὀροτύπος: (ῠ) плещущийся о гору, т. е. низвергающийся с горы (ὕδωρ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀροτύπος: [ῠ], -ον, = ὀρειτύπος, ὕδωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 85.

Greek Monolingual

ὀροτύπος, -ον (Α)
βλ. ορειτύπος.

Greek Monotonic

ὀροτύπος: [ῠ], -ον, αυτός που πηγάζει, που φέρεται από το βουνό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀρο-τῠ́πος, ον,
driven from the mountain, Aesch.