ὀρρωδέως

English (LSJ)

Adv., = ἐμφόβως, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρρωδέως: Ἐπίρρ., = ἐμφόβως, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀρρωδέως (Α)
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐμφόβως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορρωδώ].