Adv., = ἐμφόβως, Hsch.
ὀρρωδέως: Ἐπίρρ., = ἐμφόβως, Ἡσύχ.
ὀρρωδέως (Α)επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐμφόβως».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορρωδώ].