ὀρυγάνει

English (LSJ)

ἐρεύγεται, Hsch. (post ὀρτός); cf. ὁρμαίνω II.1.

Greek Monolingual

ὀρυγάνει (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐρεύγεται».