ὀρυγή

English (LSJ)

ἡ,
A = ὀρυχή, D.H.4.59, Dsc.4.162, Tz.H.1.915.
2 pl., steps, Cyran.5.

German (Pape)

[Seite 388] ἡ, = ὀρυχή, D. Hal. 4, 59 u. a. Sp., vgl. Lob. Phryn. 231.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρῠγή: ἡ, = ὀρυχή, Διον. Ἁλ. 4. 59, Διοσκ. 4. 151, κτλ.· ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 231.

Greek Monolingual

ὀρυγή, ἡ (ΑΜ) ορύσσω
εκσκαφή, σκάψιμο
αρχ.
στον πληθ. αἱ ὀρυγαί
βαθμίδες.