ὀρφανοδικασταί

English (LSJ)

in Cretan spelling ὀρπ-, judges in the affairs of orphans, Leg.Gort.12.23.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφανοδικασταί: ἴδε ὀρπανοδικασταί.

Greek Monolingual

ὀρφανοδικασταί και, κατά κρητ. προφ., ὀρπανοδικασταί, οἱ (Α)
δικαστές που αναλάμβαναν υποθέσεις ορφανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφανός + δικασταί].