ὀρχμαί

English (LSJ)

φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ, Hsch.: ὀρχμούς· λοχμῶδες καὶ ὄρειον χωρίον, οὐκ ἐπεργαζόμενον, Lex.Rhet.Cant.p.29 Meier. (Cf. ὀρχάμη.)

Greek Monolingual

ὀρχμαί (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος + κατάλ. -μή].