ὀρόβιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ὄροβος, Hp.Dieb.Judic.9.
II meal made from ὄροβοι, Id.Nat.Mul.34.
III a kind of χρυσόκολλα, Hsch.
IV pill the size of an ὄροβος, Dsc.Eup.1.12.

German (Pape)

[Seite 385] τό, dim. von ὄροβος, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρόβιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὄροβος, Ἱππ. 58. 20. ΙΙ. ἄλευρον ἐξ ὀρόβων, ὁ αὐτ. 576. 5, κτλ.