[Seite 390] s. ὄρνυμι.
v. ὀρώρημαι.
see ὄρνῦμι.
ὀρώρεται: Επικ. γʹ ενικ. Παθ. του ὄρνυμι = ὄρωρε.
ὀρώρεται: эп. 3 л. sing. pf. med. = praes. к ὄρνυμι.