ὀστέωσις

Greek (Liddell-Scott)

ὀστέωσις: -εως, ἡ, ἡ συναρμογὴ καὶ στερέωσις τῶν ὀστῶν εἰς ἓν σύνολον, τὰ ὀστᾶ, Θεόκρ. 2, 62, κ. ἀλλ.