ὀστακός

English (LSJ)

ὁ, = ἀστακός, lobster, Aristomen.6, Eun.Hist.p.251 D.: as pr. n. Ὄστακος Inscr.Délos442A 20 (ii B.C.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
homard, poisson.
Étymologie: DELG cf. ἀστράγαλος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστᾰκός: ὁ, = ἀστακός, «τὸν δ’ ἀστακὸν οἱ Ἀττικοὶ διὰ τοῦ ο ὀστακὸν λέγουσιν, καθάπερ καὶ ὀσταφίδας» Ἀθήν. 105Β, Ἀριστομένης ἐν «Γόησιν» 2.- Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀστακός· εἶδος καράβου· οἱ δὲ ἀστακὸν λέγουσιν», πρβλ. Φώτ. ἐν λ.

Greek Monolingual

ὀστακός, ὁ (Α)
αστακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αστακός].

Frisk Etymological English

See also: s. ἀστακός.

Frisk Etymology German

ὀστακός: {ostakós}
See also: s. ἀστακός.
Page 2,436