ὀστώδης

English (LSJ)

ὀστῶδες, like bone, bony, X.Eq.1.8, 5.6, Arist.HA500b23, al., Thphr. HP 3.18.5; ὀ. μέρη PMed.in Arch.Pap.4.271 (iii A. D.), cf. Porph.Gaur.17.7: Comp. ὀστωδέστερος Arist.PA654a30.

German (Pape)

[Seite 401] ες, knochenartig, knochig, Arist. bei Ath. VII, 310; Xen. Equ. 1, 8.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
osseux.
Étymologie: ὀστέον, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ὀστώδης: костистый (κεφαλή Xen.; τὰ σκέλη Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὀστοῦν, ἐκ τῆς φύσεως τοῦ ὀστοῦ, πλήρης ὀστῶν, Ξεν. Ἱππ. 1, 8., 5, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 28, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -έστερος, αὐτόθι 3. 7, 11.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀστώδης, -ῶδες)
βλ. οστεώδης.

Greek Monotonic

ὀστώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με οστό, οστεώδης, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὀστ-ώδης, ες εἶδος
like bone, bony, Xen.