ὀσφρόμενος
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 Moy. de ὀσφραίνω.
Greek Monotonic
ὀσφρόμενος: μτχ. αορ. βʹ του ὀσφραίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀσφρόμενος: part. к ὀσφραίνομαι.
part. ao.2 Moy. de ὀσφραίνω.
ὀσφρόμενος: μτχ. αορ. βʹ του ὀσφραίνομαι.
ὀσφρόμενος: part. к ὀσφραίνομαι.