ὀτιαφόροι

English (LSJ)

οἱ τὰς ὀτίδας φέροντες ἐργάται· ὀτὶς δὲ εἶδος ὄρνιθος, AB 287.

Greek Monolingual

ὀτιαφόροι, οί (Α)
(κατά το λεξ. ΑΒ) «οἱ τὰς ὀτίδας φέροντες ἐργάται
ὀτὶς δὲ εἶδος ὄρνιθος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτίς «είδος όρνιθας» + -φόρος].