ὀτρυντικός

English (LSJ)

ὀτρυντική, ὀτρυντικόν, stirring up, rousing, Eust.831.29.

German (Pape)

[Seite 405] antreibend, ermunternd, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτρυντικός: -ή, -όν, ὁ παροτρύνων, διεγείρων, διεγερτικός, Εὐστ. 831. 29.

Greek Monolingual

ὀτρυντικός, -ή, -όν (Μ) ο τρύνω
αυτός που παρορμά, που παροτρύνει, που διεγείρει.