ὀφεωδῶς

Greek (Liddell-Scott)

ὀφεωδῶς: Ἐπίρρ. τοῦ ὀφεώδης, τῶν ποταμῶν ὀφεωδῶς πως ἑλισσομένων Εὐστ. εἰς Διονύσ. Π. 16, κτλ.