ὀφθαλμοειδής
English (LSJ)
ὀφθαλμοειδές,
A like eyes, ἄνθη Dsc.3.139. Adv. ὀφθαλμοειδῶς Ps.-Dsc.4.58.
2 visible, ἔργον Aristox. Harm.p.40M.
German (Pape)
[Seite 425] ές, augenartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὀφθαλμόν, Διοσκ. 3. 156. 2) φανερός, κατάδηλος, καταφανής, Ἀριστόξενος ἐν Ἀρμον. Στοιχ. σ. 40.
Greek Monolingual
-ές (Α ὀφθαλμοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με οφθαλμό
αρχ.
καταφανής, ολοφάνερος.
επίρρ...
ὀφθαλμοειδῶς (Α)
με σχήμα οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -ειδής].