ὀφθαλμόδουλος
German (Pape)
[Seite 425] ὁ, Augendiener, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμόδουλος: -ον, ὁ δοῦλος ὁ ποιῶν τὰ τῷ δούλῳ ἀνήκοντα χρέη μόνον ὅταν ἐπιβλέπῃ αὐτὸν ὁ δεσπότης, μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἀποστολ. Διαταγ.
Greek Monolingual
ὀφθαλμόδουλος, -ον (Α)
(για δούλο) αυτός ο οποίος κάνει εκείνο που πρέπει μόνο όταν τον επιβλέπει ο δεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δοῦλος.