ὀφιόσπαρτος

English (LSJ)

poet. ὀφιόσπρατος, ον, (σπείρω) sown or engendered by serpents, EM287.13.

German (Pape)

[Seite 426] poet. ὀφιόσπρατος, von Schlangen gesäet, erzeugt, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιόσπαρτος: κατὰ ποιητ. μετάθεσιν, ὀφιόσπρᾰτος, ον, (σπείρω) ἐσπαρμένος ὑπὸ ὄφεων ἢ γονιμοποιηθεὶς ὑπ’ αὐτῶ, Ἐτυμολ. Μέγ. 287. 13.

Greek Monolingual

ὀφιόσπαρτος και ποιητ. τ. ὀφιόσπρατος, -ον (Α)
αυτός που γονιμοποιήθηκε ή γεννήθηκε από φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + σπαρτός (< σπείρω)].