ὀχθίζω
English (LSJ)
late form of ὀχθέω, Opp.H.5.179,540; v. προσοχθίζω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀχθίζω: μεταγεν. τύπος τοῦ ὀχθέω, Ὀππ. Ἁλ. 5. 179, 540· ἴδε προσοχθίζω.
Greek Monolingual
ὀχθίζω (Α)
οχθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. παρλλ. τ. του ὀχθῶ, κατά τα ρ. σε -ίζω].