ὀϊστοθήκη

English (LSJ)

ἡ, quiver, Poll.10.142.

German (Pape)

[Seite 312] ἡ, Pfeilbehälter, Köcher, Sp.

Greek Monolingual

ὀϊστοθήκη, ἡ (Α)
θήκη βελών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + θήκη.