ὁλκεύς

English (LSJ)

-έως, pl. ὁλκεῖς· οἳ τὰ ἀμφίβληστρα ἐπισπῶνται, Hsch.

German (Pape)

[Seite 323] ὁ, der Zieher, bes. der ein Netz zieht, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλκεύς: έως, ὁ, (ὁλκὴ) ὁ σύρων δίκτυα, «ὁλκεῖς· οἳ τὰ ἀμφίβληστρα ἐπισπῶνται» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁλκεύς, -έως, ὁ (Α) ολκή
(κατά τον Ησύχ.) «ὁλκεῖς
οἳ τὰ ἀμφίβληστρα ἐπισπῶνται».