ὁλότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ
A, (ὅλος) wholeness, entireness, Arist.Metaph.1023b36, S.E.M. 10.52, Dam.Pr.158, Procl.Inst.67, etc.
German (Pape)
[Seite 327] ητος, ἡ, die Ganzheit, Gesammtheit, Arist. metaphys. 4 g. E. u. Sp., wie S. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλότης: -ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρημ. οὐσιαστ. τοῦ ὅλος, Λατ. totitas, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 26, 3, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 52.
Russian (Dvoretsky)
ὁλότης: ητος ἡ цельность, целостность Arst., Sext.