ὁμευνέτις

German (Pape)

[Seite 330] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Αἴαντος, Soph. Ai. 496.

French (Bailly abrégé)

έτιδος (ἡ) :
fém. de ὁμευνέτης.

Russian (Dvoretsky)

ὁμευνέτις: ιδος ἡ супруга Soph.