ὁμολογητέον

English (LSJ)

one must allow, Pl.Ti.52a, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμολογητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὁμολογῶ, δεῖ ὁμολογεῖν, Πλάτ. Τίμ. 51Ε, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de ὁμολογέω.