ὁμονοητικῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
avec des sentiments de concorde.
Étymologie: ὁμονοητικός.
Russian (Dvoretsky)
ὁμονοητικῶς: во взаимном согласии, единодушно (διακεῖσθαι или ἔχειν Plat.; λέγειν Arst.).
English (Woodhouse)
(see also: ὁμονοητικός) concordantly