ὁμοπτέρως

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοπτέρως: Ἐπίρρ. τοῦ προηγ., Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 627, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἀπτέρως, «ἀπτέρως, ὁμοπτέρως, ταχέως».