ὁμόπατρις

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόπατρις: ι, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν πατρίδα, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 225, 20, ἔκδ. Λ.