ὁρμιστέον
English (LSJ)
one must moor, ναῦν ἔκ τινος Socr. ap. Stob.3.1.104, Epict.Fr.30, cf. Arr.An.6.19.3.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμιστέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ ὁρμίζω, δεῖ ὁρμίζειν, ναῦν ἔκ τινος Σωκρ. παρὰ Στοβ. 21. 14.
one must moor, ναῦν ἔκ τινος Socr. ap. Stob.3.1.104, Epict.Fr.30, cf. Arr.An.6.19.3.
ὁρμιστέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ ὁρμίζω, δεῖ ὁρμίζειν, ναῦν ἔκ τινος Σωκρ. παρὰ Στοβ. 21. 14.