ὁσοῦν
English (LSJ)
= ὁστισοῦν, τρόπῳ τινὶ ἢ παρευρέσει ᾑοῦν SIG578.42 (Teos, ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁσοῦν: ὁστισοῦν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3059. 7.
= ὁστισοῦν, τρόπῳ τινὶ ἢ παρευρέσει ᾑοῦν SIG578.42 (Teos, ii B.C.).
ὁσοῦν: ὁστισοῦν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3059. 7.