ὄεσσι

English (LSJ)

Epic dat. pl. of ὄϊς, οἶς.

French (Bailly abrégé)

dat. pl. poét. de ὄϊς ou οἶς.

Russian (Dvoretsky)

ὄεσσι: эп. dat. pl. к ὄϊς (= οἶς).

Greek (Liddell-Scott)

ὄεσσι: Ἐπικ. δοτ. πληθ. τοῦ ὄϊς, οἶς, Ὅμ.

English (Autenrieth)

see ὄις.

Greek Monotonic

ὄεσσι: Επικ. αντί οἴεσι, δοτ. πληθ. του ὄϊς, οἶς.