Epic dat. pl. of ὄϊς, οἶς.
dat. pl. poét. de ὄϊς ou οἶς.
ὄεσσι: эп. dat. pl. к ὄϊς (= οἶς).
ὄεσσι: Ἐπικ. δοτ. πληθ. τοῦ ὄϊς, οἶς, Ὅμ.
see ὄις.
ὄεσσι: Επικ. αντί οἴεσι, δοτ. πληθ. του ὄϊς, οἶς.