ὄζη

English (LSJ)

ἡ, (ὄζω)
A bad smell, of bad breath, Cels.3.11.
II skin of the wild ass, Suid.

German (Pape)

[Seite 295] ἡ, übler Geruch, Gestank (?). Nach Suid. die Haut des wilden Esels.

Greek (Liddell-Scott)

ὄζη: ἡ, (ὄζω) κακὴ ὀσμή, δυσωδία ἐκ τοῦ στόματος, Κέλσιος 3. 11. ΙΙ. ἡ δορὰ ἀγρίου ὄνου, Σουΐδ.