ὄζολις

English (LSJ)

ιδος, ἡ, = ὄζαινα ΙΙ, Arist.HA525a19.

German (Pape)

[Seite 295] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, ein Polyp, = ὄζαινα, Arist. H. A. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὄζολις: -ιδος, ἡ, ὄζαινα ΙΙ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 27.

Russian (Dvoretsky)

ὄζολις: ιδος ἡ озолида (род полипа) Arst.