-ατος, τό, = ὄμμα, Call.Aet.Oxy.2075.37, Nic.Th.178, 443, Hymn.Is.157. (Aeol. acc. to Hsch.)
[Seite 296] τό, = ὄμμα, Nic. Ther. 444; nach Hesych. äolisch.
ὄθμα: τό, = ὄμμα, Νικ. Θηρ. 178, 443, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 67.