ὄλβιστος

German (Pape)

[Seite 318] s. ὄλβιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὄλβιστος: -η, -ον, ἀνώμαλ. ὑπερθ. τοῦ ὄλβιος, ὃ ἴδε.

Russian (Dvoretsky)

ὄλβιστος: Anth. superl. к ὄλβιος.