ὄλοφυς

English (LSJ)

οἶκτος, ἔλεος, θρῆνος, Hsch., prob. in Sapph.Supp.10.3.

Greek Monolingual

ὀλόφυς ή ὄλοφυς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἶκτος, ἔλεος, θρῆνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοφύρομαι].