ὄμβρημα

English (LSJ)

-ατος, τό, rain-water, LXX Ps. 77(78).44, Tz.H.5.416.

German (Pape)

[Seite 329] τό, Regenguß, Regen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ὄμβρημα: τό, ὕδωρ βροχῆς, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΖ΄, 49), Τζέτζ. Ἱστ. 5. 416, κτλ.