ὄρεσφι

English (LSJ)

ὄρεσφιν, Ep. gen. and dat. sg. and pl. of ὄρος.

French (Bailly abrégé)

dat. pl. épq. de ὄρος.

Russian (Dvoretsky)

ὄρεσφι: (ν) эп. gen. и dat. sing. и pl. к ὄρος.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρεσφι: -φιν, Ἐπικ. γενικ. καὶ δοτικ. ἑνικ. καὶ πληθυν. τοῦ ὄρος, τό.

English (Autenrieth)

see ὄρος.

Greek Monotonic

ὄρεσφι: -φιν, Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. και πληθ. του ὄρος, βουνό.