ὄρκυς
English (LSJ)
ῡνος, ὁ, acc. ὄρκῡν, a large kind of tunny, Anaxandr.41.62, Archestr.Fr.34.3, Arist.HA543b5, etc.; cf. ὄρκυνος.
German (Pape)
[Seite 379] υνος, ὁ, = ὄρκυνος; Arist. H. A. 5, 10; Archestr. bei Ath. VII, 301 f.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρκῡς: -ῡνος, ὁ, αἰτ. ὄρκῡν, εἶδος μεγάλου θύννου, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 62, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 5, κλ. πρβλ. ὄρκυνος.
Russian (Dvoretsky)
ὄρκῡς: υνος ὁ зоол. тунец (Orcynus Thynnus) Arst.