ὄρσο

English (LSJ)

v. ὄρνυμι.

German (Pape)

[Seite 387] s. ὄρνυμι.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. de ὄρνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὄρσο: эп. = ὄρσεο и ὄρσευ.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρσο: ἴδε ὄρνυμι.

Greek Monotonic

ὄρσο: Επικ. αντί ὄρσαι, προστ. Μέσ. αορ. αʹ του ὄρνυμι.