v. ὄρνυμι.
[Seite 387] s. ὄρνυμι.
2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. de ὄρνυμι.
ὄρσο: эп. = ὄρσεο и ὄρσευ.
ὄρσο: ἴδε ὄρνυμι.
ὄρσο: Επικ. αντί ὄρσαι, προστ. Μέσ. αορ. αʹ του ὄρνυμι.