ὅτανπερ
German (Pape)
[Seite 402] wenn auch immer, so oft auch; ὅτανπερ ᾖ, Plat. Soph. 262 e; Rep. III, 565 a; νῦν ἔτι δίδωσιν, ὅτανπερ ἀφίκηται βασιλεὺς εἰς Πέρσας, Xen. Cyr. 8, 5, 21.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ὅτανπερ: всякий раз как, когда бы ни (ὅ. ἀφίκηται εἰς Πέρσας Xen.).