ὅττευ, Epic gen. of ὅστις.
[Seite 405] = οὗτινος, s. ὅστις.
gén. épq. de ὅστις.
ὅττεο: эп. gen. к ὅστις.
ὅττεο: ὅττευ, Ἐπικ. γεν. τοῦ ὅστις.
ὅττεο: ὅτ-τευ, Επικ. αντί οὗ-τινος, γεν. του ὅστις.