ὅττεο

English (LSJ)

ὅττευ, Epic gen. of ὅστις.

German (Pape)

[Seite 405] = οὗτινος, s. ὅστις.

French (Bailly abrégé)

gén. épq. de ὅστις.

Russian (Dvoretsky)

ὅττεο: эп. gen. к ὅστις.

Greek (Liddell-Scott)

ὅττεο: ὅττευ, Ἐπικ. γεν. τοῦ ὅστις.

Greek Monotonic

ὅττεο: ὅτ-τευ, Επικ. αντί οὗ-τινος, γεν. του ὅστις.