Ὁμηρίζω

English (LSJ)

A imitate Homer, use Homeric phrases, Lib.Descr.30.8 codd.
II act scenes from Homer, Artem.4.2.
III (ὁμοῦ, μηρός) indulge unnatural lust, with an intentional equivoque, Ach.Tat.8.9; cf. Ὁμηριστής ΙΙ.

Greek (Liddell-Scott)

Ὁμηρίζω: μιμοῦμαι τὸν Ὅμηρον, μεταχειρίζομαι Ὁμηρικὰς φράσεις, Λιβάν. 4. 1070. ΙΙ. (ὁμοῦ, μηρὸς) ἐκτελῶ μῖξιν παρὰ φύσιν ἢ ἀρσενοκοιτίαν, ὡς τὸ διαμηρίζω, μετὰ μεμελετημένης ἀμφιλογίας, Ἰακώψ. Ἀνθολ. Π. 2. 1, σελ. 8· πρβλ. Ὁμηρικὸς ΙΙ. ΙΙΙ. ἀμύττω, ἀφαιρῶ αἷμα διὰ σικύας, Ἀρτεμίδ. 4. 3.