ὑβρίγελως

English (LSJ)

[ῐ], ωτος, ὁ, a scornful laugher, Man.4.280.446.

German (Pape)

[Seite 1168] ωτος, ὁ, der übermütig, höhnisch Lachende, Maneth. 4, 446.

Greek (Liddell-Scott)

ὑβρίγελως: -ωτος, ὁ, ὑβριστικὸς γέλως, Μανέθων 4. 280. 440.

Greek Monolingual

-έλωτος, ὁ, Α
υβριστικό, χλευαστικό γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕβρις + γέλως.