ὑβρίστρια

English (LSJ)

ἡ, fem. of ὑβριστήρ, LXX Je.27(50).31.

German (Pape)

[Seite 1170] ἡ, fem. von ὑβριστήρ, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ὑβρίστρια: ἡ, θηλ. τοῦ ὑβριστήρ, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΚΖ΄, 31).

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. ὑβριστήρ.