ὑβριστέος
English (LSJ)
α, ον, that may be insulted, D.54.44.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ὑβρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑβριστέος: -α, -ον, ὃν δύναταί τις ὑβρίζειν, Δημ. 1271, 6. ΙΙ. ὑβριστέον, δεῖ ὑβρίζειν, Γρηγ. Ναζ. Ἴαμβ. 20. 27.
Greek Monotonic
ὑβριστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να προσβληθεί, σε Δημ.
Middle Liddell
ὑβριστέος, η, ον, verb. adj. from ὑβρίζω
that may be insulted, Dem.