ὁ, = (1) μετάβολος, (2) ὄφις ὕδατος, Hsch.
ὑδραλής: ὁ, = ὕδρος, «ὄφις ὕδατος» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «ὄφις ὕδατος».[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολος τ. σχηματισμένος πιθ. από το θ. υδρ- της λ. ύδωρ].