ὑδρογνώμων

English (LSJ)

-ονος, ὁ, water-finder, Gp.2.10.6.

German (Pape)

[Seite 1173] ονος, das Wasser auffindend und Brunnen grabend, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρογνώμων: -ον, ὁ διακρίνων τοὺς τόπους ἔνθα ὑπάρχει ὕδωρ πρὸς ὄρυξιν φρέατος, Γεωπον. 2. 10, 6.